- γκαλόπ
- το1. ο καλπασμός*2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκάλοπ — το δειγματοληπτική μέθοδος με την οποία γίνεται δυνατή η σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης, δημοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού ιδρυτή τού ινστιτούτου σφυγμομέτρησης τής κοινής γνώμης Τζωρτζ Γκάλοπ (Gallup)] … Dictionary of Greek
Γκάλοπ, Τζορτζ Χόρας — (George Horace Gallup, ΗΠΑ 1901 – Γενεύη 1984). Αμερικανός στατιστικολόγος. Από το 1923 διετέλεσε καθηγητής της δημοσιογραφίας και παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες, κυρίως μεταξύ των αναγνωστών των εφημερίδων. Το 1935 τελειοποίησε το Gallup Poll… … Dictionary of Greek
Λα Περούζ, Ζαν Φρανσουά ντε Γκαλόπ, κόμης του- — (Jean François de Galaup Comte de La Pérouse, 1741; – 1788). Γάλλος εξερευνητής. Αφού υπηρέτησε στο γαλλικό ναυτικό επί 29 χρόνια, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ του ανέθεσε την εξερεύνηση των άγνωστων, την εποχή εκείνη, περιοχών του Ειρηνικού ωκεανού. Για… … Dictionary of Greek
γκαλοπάρω — [γκαλόπ] καλπάζω, τρέχω έφιππος με καλπασμό … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα … Dictionary of Greek
Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 … Wikipedia
καλπασμός — ο (Α καλπασμός) [καλπάζω] ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι … Dictionary of Greek
καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… … Dictionary of Greek